αναφύω — (Α) βλ. αναφύομαι … Dictionary of Greek
αναφύομαι — (Α ἀναφύω κ. ομαι) μέσ. προκύπτω, παρουσιάζομαι αρχ. ενεργ. Ι. (μτβ.) 1. γεννώ πάλι 2. κάνω να φυτρώσει, να μεγαλώσει 3. δημιουργώ, παράγω II. (αμτβ.) 1. ξαναγίνομαι, ξαναφυτρώνω 2. ξαναμεγαλώνω, αυξάνομαι πάλι … Dictionary of Greek
παραναφύω — Α [αναφύω] (δ. γρφ.) παραφύω* … Dictionary of Greek
προσαναφύω — Μ κάνω να αναβλαστήσει κάτι επιπροσθέτως («ἑσπέρα προσανέφυέ τι κακόν», Άνν. Κομν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναφύω «γεννώ πάλι, κάνω κάτι να φυτρώσει»] … Dictionary of Greek
υπαναφύω — ΜΑ [ἀναφύω] μσν. κάνω κάτι να αυξηθεί, να μεγαλώσει αρχ. μέσ. ὑπαναφύομαι φουσκώνω από κάτω ή βαθμηδόν … Dictionary of Greek
φύω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. φυίω Α 1. (μτβ.) συντελώ στο να φυτρώσει κάτι, εκφύω 2. μέσ. φύομαι (κυρίως για φυτά και δέντρα) φυτρώνω, εκφύομαι αρχ. 1. (αμτθ.) α) (για φυτά και δέντρα) εκφύω βλαστούς, βλαστάνω («δρύες... αἵτε φύοντι παρ ὄχθαισιν ποταμοῑο»,… … Dictionary of Greek
ԲՈՒՍԱՆԻՄ — (սայ, սի՛ր.) NBH 1 513 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 13c ձ. (լծ. յն. ֆիօ, վօ՛օ, եւն.) φύω, φύομαι , ἁναφύω, ἁναφύομαι, παραφύομαι, βλαστάνω, ἁναβλαστέω, ἁνατέλλω pulluo, germino, nascor, orior եւն. Տալ զբոյս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԵՌԱՑՈՒՑԱՆԵՄ — (ցուցի.) NBH 1 0663 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 12c ն. ζέω, ἁναζέω ebullio ἑκβράζω ebullire sive fervere facio Տալ եռալ. յուզել ջերմութեամբ, բորբոքել, ջեռուցանել. ջերմ բղխել. եփ հանել, խիստ տաքցնել, տաք տաք վազցնել … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)